- ριβονουκλεϊκός
- -ή, -ό, Νφρ. α) «ριβονουκλεϊκή πολυμεράση»(βιοχ.) ένζυμο που συμμετέχει στη μεταγραφή τού δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος για την παροχή τού συμπληρωματικού ριβονουκλεϊκού οξέοςβ) «ριβονουκλεϊκό οξύ»(βιοχ.) μόριο υψηλού μοριακού βάρους που αποτελείται συνήθως από έναν μόνο κλώνο σειράς νουκλεοτιδίων, γνωστό ως RNΑ, αλλ. ριβοζονουκλεϊκό οξύ.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ribonucleic < rib- < ribose (βλ. λ. ριβόζη) + νουκλεϊκός*].
Dictionary of Greek. 2013.